ῥύμη

ῥύμη
ῥύμη, ης, ἡ (Thu., Aristoph. et al., in the sense ‘swing, rush’; Philo; Jos., Ant. 7, 239) in later Gk. narrow street, lane, alley (Polyb. 6, 29, 1 al.; oft. in pap since PPetr II, 17, 2, 19 [III B.C.]; also LXX; SibOr 3, 364) Ac 12:10. W. συναγωγαί Mt 6:2. W. πλατεῖαι (Is 15:3; Tob 13:18 [17] BA) Lk 14:21. Provided w. a name (s. the Alexandrian pap in APF 5, 1913, 37, 1, fr. Augustan times Εὐδαίμων ἐν τῇ Εὐδαίμονος λεγομένῃ ῥύμῃ) Ac 9:11.—B. 720.—Frisk. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥύμη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμῃ — ῥύμη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ …   Dictionary of Greek

  • ρύμη — η 1. ορμή, φορά, κυρίως στη φράση «στη ρύμη του λόγου του», καθώς μιλά κανείς γρήγορα. 2. στενός δρόμος, στενωπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥύμαι — ῥύμη force fem nom/voc pl ῥύμᾱͅ , ῥύμη force fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμηι — ῥύμῃ , ῥύμη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυμῶν — ῥύμη force fem gen pl ῥῡμῶν , ῥυμός pole of a chariot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμαις — ῥύμη force fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμαισι — ῥύμη force fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμην — ῥύμη force fem acc sg (attic epic ionic) ῥύ̱μην , ῥύομαι se sru aor ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμης — ῥύμη force fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”